- ἐπίλαμπρος
- ἐπίλαμπροςbrilliantmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίλαμπρος — (I) ο ορθόπτερο έντομο τής οικογένειας τών βλαττιδών. (II) ἐπίλαμπρος, ον (Α) λαμπρότατος, ένδοξος … Dictionary of Greek
ἐπίλαμπρον — ἐπίλαμπρος brilliant masc/fem acc sg ἐπίλαμπρος brilliant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν … Dictionary of Greek